- εκτομέας
- ο (Α ἐκτομεύς)1. όργανο με το οποίο γίνεται η εκτομή2. αυτός που διενεργεί την εκτομή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τμητής — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) εκτομέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη τού τέμνω* (βλ. λ. τμή γω) + κατάλ. τής] … Dictionary of Greek